- δανδής
- ο(λ. αγγλ.), κομψευόμενος νέος, αυτός που ντύνεται επιτηδευμένα και αριστοκρατικά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Δάνδης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανδής — ο άνδρας που δείχνει υπερβολική αδυναμία στην άκρα κομψότητα, τόσο στην ενδυμασία όσο και στους τρόπους, στα γούστα και την κοινωνική συμπεριφορά του, επιζητώντας να προβάλει επιδεικτικά τον εαυτό του. [ΕΤΥΜΟΛ. < (αγγλ.) dandy, το οποίο πιθ.… … Dictionary of Greek
νταντής — ο δανδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. dandy «κομψός, φιλάρεσκος»] … Dictionary of Greek
παπιγιονάκιας — και παπιονάκιας, ο [παπιγιόν] κομψευόμενος νεαρός με προσποιητά αριστοκρατική συμπεριφορά, δανδής … Dictionary of Greek
Μπρούμελ, Τζορτζ Μπράιαν — (George Bryan Brummel, Λονδίνο 1778 – Καν, Γαλλία 1840). Άγγλος δανδής, διάσημος για την κομψότητά του. Φίλος των μεγαλύτερων πολιτικών και αριστοκρατών, πέτυχε να επιβάλει τη μόδα σε όλη την καλή κοινωνία του Λονδίνου, που γοητεύτηκε από την… … Dictionary of Greek